- Κλαζομενίων
- Κλαζομένιοςfem gen plΚλαζομένιοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέκκειμαι — Α 1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου 2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»] … Dictionary of Greek
Σαδυάττης — I Αρχαίος βασιλιάς της Λυδίας, πέμπτος κατά σειρά από την οικογένεια των Μερμναδών (629 617 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ηρόδοτου, απώθησε τους Κιμμέριους από την Ασία και πολέμησε εναντίον των Μήδων. Κατόπιν επιτέθηκε εναντίον των ελληνικών… … Dictionary of Greek